Εκτός των γεωγραφικών συνόρων της πατρίδας μας, «υπάρχει μια ακόμη Ελλάδα».
Περίπου 10.000.000 ομοεθνείς μας δραστηριοποιούνται, βιοπορίζονται και διαβιούν στα πέρατα της οικουμένης.
Καλωσορίσατε στους Ελληνες Εξωτερικού!
Καλωσορίζουμε την ελληνική κοινότητα που λειτουργεί στο εξωτερικό, σύμφωνα με τον οργανισμό “ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ”. Αποσκοπούμε στη διατήρηση, προώθηση και ενίσχυση της ελληνικότητας, της γλώσσας, του πολιτισμού και των παραδόσεων των μελών μας που ζουν στο εξωτερικό. Εκτός από τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, θέλουμε να προάγουμε τη συνειδητοποίηση και την εκπαίδευση σχετικά με την ιστορία, τον πολιτισμό και την κοινωνία της Ελλάδας.
Εδώ στους Ελληνες Εξωτερικού, οι δραστηριότητες μας περιλαμβάνουν διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, σεμινάρια, γλωσσικά μαθήματα και κοινωνικές εκδηλώσεις που προάγουν την κοινότητα και τον πολιτισμό μας. Επίσης, συνεργαζόμαστε με άλλες οργανώσεις που έχουν παρόμοιους στόχους, ενισχύοντας την προσέγγιση και τη συνεργασία για την ενίσχυση της ελληνικής παρουσίας στο εξωτερικό.
Ανήκετε στην ελληνική διασπορά και θέλετε να συμμετάσχετε ή να στηρίξετε τους στόχους μας; Ενημερωθείτε για το πώς μπορείτε να γίνετε μέλος ή να συνεισφέρετε στην κοινότητά μας.
🌍 Είσαι Έλληνας που ζεις μακριά από την Ελλάδα; Θέλεις να διατηρήσεις τις ρίζες σου και να συμμετέχεις σε μια διαδικτυακή κοινότητα που προωθεί τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την ελληνικότητα;
🤝 Γίνε μέλος της κοινότητας “ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ”! Μέσα από δραστηριότητες, εκδηλώσεις και συνεργασίες με άλλους Έλληνες σε όλο τον κόσμο, ενισχύουμε τη συνοχή και την κοινότητά μας.
🌐 Μοιράσου τις ιδέες σου, εξερεύνησε τον πολιτισμό, και συμμετέχε σε προγράμματα που διατηρούν την ελληνική παράδοση ζωντανή παντού στον κόσμο.
Γίνε μέλος τώρα και γνώρισε άλλους Έλληνες στο εξωτερικό!
👥 #ΕλληνεςΕξωτερικου #Κοινοτητα #Πολιτισμος #ΕλληνικηΚουλτουρα #Συνοχη
Η μακραίωνη ιστορία της ελληνικής διασποράς ξεκινά περίπου κατά τη δεύτερη χιλιετία μ.Χ. και χωρίζεται συνήθως σε τρεις μεγάλες περιόδους, η καθεμία με διαφορετικά χαρακτηριστικά:
-τους τέσσερις αιώνες της τουρκοκρατίας,
-την περίοδο από τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
-και την περίοδο μετά τη λήξη του πολέμου μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα.


Διαχρονικά αίτια των μεταναστεύσεων θεωρούνται κυρίως οι πολιτικοστρατιωτικές ή οικονομικοκοινωνικές συνθήκες στον ελληνικό χώρο.
Η ελληνική διασπορά χαρακτηρίζεται από τη σημαντική συμβολή της στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη του συνολικού ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ ποσοτικά αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο του πληθυσμού της Ελλάδας.
Κάτω από τις δύσκολες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας στο διάστημα των δεκαετιών 1950-1960, η παλιά “πληγή” της μετανάστευσης ξανάνοιξε και απέκτησε εκρηκτικές διαστάσεις. Σύντομα, η “έξοδος” του πιο νέου και δυναμικού μέρους του ελληνικού πληθυσμού εξελίχθηκε στο κατ’ εξοχήν ειδοποιό στοιχείο της εποχής: είτε ως πολυπόθητη λύση στα μεταπολεμικά αδιέξοδα ή ως αβάστακτη πραγματικότητα της “ξενιτιάς”, η μετανάστευση εμφανίζεται να κυριαρχεί στα λογοτεχνικά έργα της εποχής, αλλά κυρίως στα λαϊκά τραγούδια και στον κινηματογράφο της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής δεκαετίας.
Το πρόβλημα της δημογραφικής αιμορραγίας δεν ήταν καινούργιο για την ελληνική κοινωνία. Από τους ιστορικούς χρόνους οι πενιχροί πόροι και η πολυτάραχη διαδρομή της Ελλάδας οδήγησαν συχνά τους κατοίκους της στην αναζήτηση μίας καλύτερης μοίρας έξω από τα σύνορα της χώρας. Στην περίπτωση αυτή, όμως, το φαινόμενο πήρε διαστάσεις που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Στο αποκορύφωμα της εξόδου, το 1965, περίπου 117.000 Έλληνες αναχώρησαν προς διάφορες ευρωπαϊκές ή υπερπόντιες χώρες, ενώ το μέγιστο ετήσιο ύψος της μετανάστευσης για την προπολεμική περίοδο, που σημειώθηκε το 1914, ήταν 37.000 άτομα. Συνολικά, στο διάστημα 1960-1969 εγκατέλειψαν τη χώρα περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι, δηλαδή κάτι παραπάνω από το 1/3 του συνόλου των μεταναστών κατά την 30ετία 1946-1977. Μάλιστα, στην τριετία 1963-1965, οι ραγδαίοι ρυθμοί της “εξόδου” υπερκέρασαν τη φυσική αύξηση του ελληνικού πληθυσμού.
Οι διαφορές που χαρακτηρίζουν το μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής αυτής συνδέονται με τα ίδια τα αίτια της “μεγάλης φυγής” και αφορούν κυρίως τους στόχους και την κατεύθυνση. Μέχρι την προπολεμική περίοδο, οι μετανάστες από την Ελλάδα στρέφονταν κυρίως προς τις υπερπόντιες περιοχές (Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία) σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών και είχαν ως στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση. Αντίθετα, στις δύο κρίσιμες μεταπολεμικές δεκαετίες, το “κύμα” συνδέεται κυρίως με την αδυναμία της ελληνικής αγοράς να απορροφήσει την υπερπροσφορά εργασίας και κατευθύνθηκε προς τις ευρωπαϊκές χώρες.
Η συγκυρία εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευνοϊκή, αφού η εσωτερική μετανάστευση έτρεφε το αποδημητικό κύμα που βρήκε ευνοϊκή υποδοχή στις ευρωπαϊκές χώρες. Μπορεί η Ελλάδα να σημείωνε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης του Α.Ε.Π. της εποχής και να αναφερόταν ως υπόδειγμα από τον Ο.Ο.Σ.Α., παρά όμως τις μεγάλες προσδοκίες, προς το παρόν η χώρα βρισκόταν εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο των νέων προβλημάτων που δημιούργησε η προσπάθεια να δοθεί λύση στα παλιά. Οι αδυναμίες στην υποδομή (δρόμοι, συγκοινωνίες, λιμάνια, επικοινωνίες), που άρχισαν να θεραπεύονται με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων έργων, περιόριζαν την ανάπτυξη στην περιφέρεια των μεγάλων αστικών κέντρων και ιδιαίτερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Με τη σταδιακή συρρίκνωση του γεωργικού τομέα, εκεί κατέφυγε αργότερα και μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της υπαίθρου χωρίς εναλλακτική λύση απασχόλησης, η οποία αποτέλεσε την πρώτη ύλη για τη δημιουργία της εικόνας της σημερινής Αθήνας.
Οι κυβερνήσεις της εποχής επεσήμαναν το πρόβλημα, αλλά απέτυχαν στην προσπάθειά τους να δώσουν λύση. Ούτε η εκβιομηχάνιση ούτε τα αναπτυξιακά προγράμματα (1953-1956, 1959-1963, 1960-1964) κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τις συνέπειες αυτής της άτακτης φυγής από την ύπαιθρο και η νεαρή ελληνική βιομηχανία αδυνατούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας με τους γρήγορους ρυθμούς που απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής.
Ακόμη, η επιλογή να δεσμευθούν στη στέγαση πόροι που σε άλλη περίπτωση θα είχαν διοχετευθεί σε επενδύσεις με ευρύτερη προοπτική έφερε μέσα της τα “σπέρματα” των προβλημάτων που βασάνισαν αργότερα τη χώρα. Έτσι, η αντιμετώπιση της ανεργίας αναδείχθηκε σε κεντρική προτεραιότητα της μεταναστευτικής πολιτικής των μεταπολεμικών ελληνικών κυβερνήσεων -πολύ περισσότερο αφού η μετανάστευση δεν εκτόνωσε μόνο την εσωτερική κοινωνική πίεση απορροφώντας το πλεονάζον εργατικό δυναμικό, αλλά επιπλέον πρόσφερε και πολύτιμο συνάλλαγμα.
Μοναδική διέξοδος, λοιπόν, για το πλεονάζον δυναμικό, το οποίο αναζητούσε μία προσωρινή λύση στο βιοτικό πρόβλημά του, ήταν να κατευθυνθεί προς τις κοντινές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στις χώρες αυτές, οι αναγεννημένες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οικονομίες βρίσκονταν σε φάση απογείωσης και δημιουργούσαν συνεχώς νέες θέσεις εργασίας, τις οποίες αδυνατούσε να καλύψει η εσωτερική προσφορά. Άλλωστε και αυτή ήταν συγκριτικά χαμηλή λόγω της δραματικής μείωσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού κατά τον πόλεμο και της υπογεννητικότητας.
Ο ανεπτυγμένος Βορράς είχε ανάγκη από φθηνά “εργατικά χέρια” τα οποία πρόσφερε σε αφθονία ο ευρωπαϊκός Νότος. Πράγματι, όπως μαρτυρούν τα επίσημα στοιχεία, το 60% των μεταπολεμικών Ελλήνων μεταναστών διοχετεύθηκε σε περιορισμένο αριθμό χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα, οι χώρες όπου κατευθύνθηκε ο κύριος όγκος του μεταναστευτικού ρεύματος ήταν η Γερμανία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ελβετία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Ολλανδία. Ιδιαίτερα εντυπωσιακοί είναι οι αριθμοί για τη Γερμανία, η οποία δέχθηκε στο διάστημα 1960-1976 περισσότερους από 623.300 Έλληνες “φιλοξενούμενους εργάτες” (Gastarbeiter), δηλαδή περίπου το 84% του συνολικού μεγέθους της ελληνικής μεταπολεμικής μετανάστευσης στην Ευρώπη.
Για την Ελλάδα, οι επιπτώσεις του φαινομένου είναι δύσκολο να εκτιμηθούν πλήρως, ακόμη και σήμερα. Στην εσωτερική αγορά εργασίας, η επίδραση ήταν καταλυτική και σίγουρα ξεπέρασε κάθε προσδοκία των εμπνευστών της πολιτικής της διοχέτευσης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού προς τα έξω. Η αύξηση της ζήτησης εργασίας βελτίωσε βραχυπρόθεσμα τους εργασιακούς και μισθολογικούς όρους, αλλά παράλληλα αποστέρησε τη χώρα από πολύτιμο εργατικό δυναμικό και μάλιστα σε μία φάση έντονα αναπτυξιακή. Μακροπρόθεσμα η έξοδος προκάλεσε την έλλειψη ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα στη δεκαετία του 1970 η Ελλάδα για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της να μετατραπεί από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Έτσι, σε τελική ανάλυση, η αρχική εκτόνωση και βελτίωση κατέληξε στην επιδείνωση των συνθηκών απασχόλησης και αμοιβής της εργασίας τουλάχιστον σε ορισμένους παραγωγικούς τομείς.
Στο εσωτερικό, η κατάρρευση της τοπικής οικονομίας λόγω της μετανάστευσης οδήγησε στην αποψίλωση του τοπικού πληθυσμού ή ακόμη και στην ολοκληρωτική ερήμωση ορισμένων περιοχών της χώρας, η οποία δεν φαίνεται να είναι αναστρέψιμη. Η “αποψίλωση” της Ελλάδας από το νέο και δυναμικό τμήμα του πληθυσμού της αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι η αναλογία των Ελλήνων μεταναστών στο νεαρό εργατικό δυναμικό της Γερμανίας από 16% το 1953 ανήλθε σε 71% το 1956.
Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε κατά την προπολεμική περίοδο κατά την οποία οι μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό αφορούσαν την Πελοπόννησο, τώρα το ισχυρότερο πλήγμα από τη μετανάστευση υπέστη η Μακεδονία, η “ραχοκοκαλιά” της ελληνικής οικονομίας. Υπολογίζεται ότι στη δεκαετία του 1960, το 45-50% των μεταναστών προήλθαν αποκλειστικά από τη Βόρεια Ελλάδα. Ένα ακόμη στοιχείο είναι η αλλαγή του προσώπου της Ελληνίδας μετανάστριας στο ρεύμα των δεκαετιών 1950-1960, αλλά και η αύξηση του ποσοστού της γυναικείας συμμετοχής στη μετανάστευση, το οποίο έφτασε το 42%. Συγκεκριμένα, στην προηγούμενη περίοδο, ο ρόλος της γυναίκας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμπληρωματικός καθώς πλαισίωνε την οικογένεια και περιοριζόταν συνήθως στα οικιακά καθήκοντά της. Αντίθετα, στη μεταπολεμική εποχή, η γυναίκα ως μέλος της οικογένειας ανέλαβε εργασία παράλληλα με τα άρρενα μέλη της οικογένειας ή και μετανάστευσε αυτόνομα σε αναζήτηση απασχόλησης στις χώρες φιλοξενίας.